κραμβίν

κραμβίν
κραμβίς
cabbage-caterpillar
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κραμπί — το (AM) κραμβίον, Μ και κραμβίν) το φυτό κράμβη αρχ. το αφέψημα τής κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κραμβί(ο)ν < κράμβη + υποκορ. κάταλ. ί(ο)ν. Από τον μσν. τ. κραμβίν προήλθε ο νεοελλ. τ. κραμπί με τροπή τού μβ σε μπ (κλειστοποίηση) πρβλ. εμβαίνω > …   Dictionary of Greek

  • κραμβίον — κραμβίον, τὸ (AM, Μ και κραμβίν) βλ. κραμπί …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”